κορμος

κορμος
    κορμός
    ὅ
    1) ствол
    

(ἐλαίης Hom.; δρυός Eur.)

    2) бревно
    

(κορμοὴ ξύλων Her.)

    3) шест, багор
    

κ. ναυτικός Eur. — весло


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κορμος" в других словарях:

  • κορμός — trunk masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — ο 1. το μέρος του δέντρου από τις ρίζες ως τα πρώτα κλαδιά, στέλεχος. 2. το μέσο σώμα ανθρώπου και ζώων. 3. το κύριο μέρος κάθε πράγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δενδρόλιθος — Κορμός ή κλαδί φυτού απολιθωμένο με οπάλιο. Οι κορμοί και τα κλαδιά αυτά ανήκουν συνήθως σε κωνοφόρα δέντρα και συναντώνται μέσα σε στρώματα διαφόρων γεωλογικών διαπλάσεων. Όταν βρίσκονται σε μεγάλη αφθονία σχηματίζουν τα απολιθωμένα δάση …   Dictionary of Greek

  • κορμοῖς — κορμός trunk masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμοῖσι — κορμός trunk masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμοί — κορμός trunk masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμοῦ — κορμός trunk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμούς — κορμός trunk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμόν — κορμός trunk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»